- υποπυκναζω
- ὑποπυκνάζωὑπο-πυκνάζωнемного уплотняться, наполняться, шутл. напиваться
(οἴνῳ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἴνῳ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποπυκνάζω — Α 1. γεμίζω από κάτι με συχνές μικρές δόσεις 2. συνεκδ. επιδίδομαι συνεχώς σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυκνάζω «γίνομαι ή κάνω κάτι συχνά» (< πυκνός)] … Dictionary of Greek
ὑποπυκνάζοιμι — ὑποπυκνάζω indulge somewhat frequently in pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)